καρούλα

καρούλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καρούλα" в других словарях:

  • καρούλα — η 1. εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα 2. φλύκταινα, φουσκάλα τού δέρματος με υγρό, που δημιουργείται από έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρούλι + μεγεθ. κατάλ. α κατά το σχήμα κεφάλ ι: κεφάλ α] …   Dictionary of Greek

  • καρουλιάζω — 1. περιτυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από το πηνίο, το καρούλι 2. βγάζω καρούλα*, σχηματίζω εξόγκωμα στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας < καρούλι ή < καρούλα] …   Dictionary of Greek

  • καρούμπα — η 1. ξύλο τού εμπορίου αμερικανικής προέλευσης 2. καρούλα, εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quaruba, άγνωστης ετυμολ. Ίσως η προέλευσή του να είναι πορτογαλική] …   Dictionary of Greek

  • καρούμπαλο — το και καρούμπαλος, ο εξόγκωμα τού κεφαλιού από χτύπημα, καρούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κόρυμβος «κορυφή»] …   Dictionary of Greek

  • καρρούλα — η βλ. καρούλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»